διαίνομαι

διαίνομαι
διαίνω
wet
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαίνω — (Α) 1. υγραίνω, βρέχω 2. διαίνομαι κλαίω, θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το δένω* δεν θεωρείται πολύ πιθανή, αν εξαιρεθεί το αρχικό σύμφωνο δ που είναι κοινό και στις δύο λέξεις (βλ. και λ. διερός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”